διατάξεων

διατάξεων
διατάξεω̆ν , διάταξις
disposition
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • Byzantinisches Recht — Byzantinisches Recht, das nach Justinian bis zum Untergang des Byzantinischen Reichs weiter gebildete od. bearbeitete, namentlich Römische Recht, daher es auch gewöhnlich Jus civile postjustinianeum genannt wird. Schon unter u. bald nach… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ηλεκτρομηχανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα που εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς 2. χαρακτηρισμός διατάξεων και ελέγχου μιας συσκευής, όταν η διάταξη αποτελείται από ένα σύνολο μηχανικών μερών που οι κινήσεις τους, σε συνδυασμό με… …   Dictionary of Greek

  • κωδικοποίηση — Η συστηματική και μεθοδική συγκέντρωση και κατάταξη των νομοθετικών κειμένων, των διατάξεων, των συνθηκών κλπ., έτσι ώστε το κείμενο που προκύπτει να είναι απαλλαγμένο από τις συγκρουόμενες ή τις άχρηστες διατάξεις και να παραμένει εύχρηστο. Η κ …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας …   Dictionary of Greek

  • παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”